- τριθημέρη
- τρῐθ-ημέρη, Adv.A three days ago, Herod.3.24 (
τριτ- 6.21
, and so τριτημέρᾳ, Gloss.):
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτ- 6.21
, and so τριτημέρᾳ, Gloss.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.